- γλυκοπύρηνος
- ος , ον , γλυκοπύρουνος, η , ο1) со сладкими косточками (о плодах); 2):
γλυκοπύρουνο βερύκοκο — абрикос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκοπύρουνο βερύκοκο — абрикос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκοπύρηνος — και γλυκοπύρουνος, η, ο 1. (για φρούτα) αυτός που έχει γλυκιά ψίχα στο κουκούτσι 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γλυκοπύρουνα οι καρποί της βερικοκιάς … Dictionary of Greek
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek